τεμάχιο

τεμάχιο
το / τεμάχιον, ΝΜΑ [τέμαχος]
τμήμα πράγματος που έχει κοπεί, διαιρεθεί ή σπάσει, κομμάτι (α. «τεμάχιο άρτου» β. «τεμάχιο οικοπέδου» γ. «κατὰ τεμάχια πλεῑστα διαιρεθῆναι», Γρηγορ. Ν.
δ. «ἄτε τεμάχια ὄντα τοῡ ἄρρενος», Πλάτ.).
νεοελλ.
1. συνεκδ. ένα από τα πολλά χωριστά πράγματα που συγκροτούν ένα σύνολο («η συλλογή αποτελείται από πολλά εξαιρετικά τεμάχια»)
2. μουσ. μουσική σύνθεση, αυτοτελής μελωδία
3. στοιχειοθετημένη τυπογραφική ύλη πριν από την σελιδοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεμάχιο — το 1. κομμάτι, τμήμα από σύνολο: Τεμάχιο οικοπέδου. 2. μουσική σύνθεση, αυτοτελής μελωδία: Η ορχήστρα έπαιξε διάφορα τεμάχια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… …   Dictionary of Greek

  • σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

  • έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ηνίο — το (AM ἡνίον, Α δωρ. τ. ἁνίον) συν. στον πληθ. τα ηνία επιμήκεις δερμάτινοι ιμάντες που αποτελούν μέρος τού χαλινού και τής παραχαλινίδας τού αλόγου, κν. γκέμια νεοελλ. 1. μτφ. διαχείριση, διακυβέρνηση, χειρισμός («τα ηνία τού κράτους») 2. (στον… …   Dictionary of Greek

  • θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”